Tuesday, November 14, 2006

Μετά την άσφαλτο _ Ανάλυση 02 / Οικολογία Τοπίου

Είναι η πόλη ένα απλό σύστημα που κατευθύνεται από απλούς και σαφείς κανόνες που οδηγούν σε γραμμικά αποτελέσματα; Όχι. Είναι η πόλη ένα χαοτικό σύστημα του οποίου οι κανόνες είναι ακατάληπτοι και τα αποτελέσματα των δράσεων παντελώς απρόβλεπτα; Ούτε. Μεταξύ της γραμμικότητας και του χάους υπάρχει ο μεσαίος χώρος. Είναι ο χώρος στον οποίον αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά ότι ανήκουν συστήματα όπως η πόλη. Είναι ο χώρος της διερευνήσιμης, συζητήσιμης πολυπλοκότητας.

(βλ. Complexity Theory, ή Emergence, που αποτελεί εξέλιξη της Θεωρίας του Χάους – Chaos Theory. Όπου η Θεωρία του Χάους εξερευνά την χαοτική συμπεριφορά συστημάτων που στο επίπεδο των δομικών τους μηχανισμών είναι ντετερμινιστικά, δηλαδή προβλέψιμα, ενώ αντιθέτως η Θεωρία της Πολυπλοκότητας εξερευνά τις μη γραμμικές αλλά στατιστικά προβλέψιμες συμπεριφορές συστημάτων τα οποία στο επίπεδο των δομικών τους μηχανισμών είναι από ντετερμινιστικά έως χαοτικά. Η Θεωρία της Πολυπλοκότητας μελετά την εξαιρετικά λεπτή παρυφή μεταξύ των χαοτικών και των στατικών συστημάτων: μια παρυφή όμως που τυχαίνει να περιέχει την λειτουργία της οικονομίας, του χρηματιστηρίου, του ανθρώπινου εγκεφάλου, των κοινωνιών των μυρμηγκιών, και ίσως της πόλης)


Η μέχρι τώρα ανάλυση του δημόσιου χώρου της πόλης μας έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι για να κατανοήσουμε την δυσλειτουργία του πρέπει να εξετάσουμε τόσο τα ποσοτικά όσο και τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά.

Όμως, πώς μπορεί να χαρτογραφηθεί η λειτουργία του δημόσιου χώρου της πόλης; Ποια εργαλεία υπάρχουν για την ανάλυση της σχέσης των μορφών με την ζωή που αναπτύσσεται μέσα τους;

Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία προσπαθούν μέσα από μορφές και τις χωρικές τους σχέσεις να επηρεάσουν κοινωνικές και άλλες ζωντανές, δυναμικές, μη γραμμικές λειτουργίες. Αντιμέτωπες με την ανάγκη αυτή έχουν αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες εργαλεία ανάλυσης του αστικού και κτιριακού χώρου όπως το pattern language και το space syntax. Έξω από το πεδίο της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας όμως, υπάρχουν επιστήμες οι οποίες είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένες στην σχέση ζωντανών συστημάτων μεταξύ τους και με τον χώρο στον οποίο λειτουργούν. Η οικολογία, η οποία ως επιστήμη υπάρχει ήδη από το 1866, μελετά την χωρική κατανομή πληθυσμών έμβιων όντων και τις σχέσεις μεταξύ τους και με τα αβιοτικά χαρακτηριστικά του χώρου τους. Η οικολογία τοπίου, η οποία ως επιστήμη υπάρχει από το 1939, μελετά την αμφίδρομη σχέση μεταξύ της χωρικής μορφολογίας μιας περιοχής (τοπίου) και της κατανομής και της ροής ζωντανών δυναμικών όπως η ενέργεια, οι πληθυσμοί, τα υλικά και τα μεμονωμένα άτομα. (σημ: η οικολογία τοπίου ορίζει το «τοπίο» ως το σύνολο των βιοτικών και αβιοτικών φαινομένων σε έναν ορισμένο χώρο. Ο όρος αυτός δεν αντιστοιχεί με την χρήση του ίδιου όρου στην ιστορία της τέχνης, από την οποία τον έχει, περιοριστικά, δανειστεί η αρχιτεκτονική).

Η οικολογία τοπίου διαθέτει ορισμένα απλά αλλά ισχυρά εργαλεία για τον συσχετισμό χωρικών μορφολογιών και ζωντανών λειτουργιών. Λόγω των μηχανισμών ανάλυσης του χώρου επιτρέπει την εξέταση σχέσεων σε πολλές διαφορετικές κλίμακες. Κυρίως, προσφέρει τη δυνατότητα καταγραφής και ανάλυσης ποσοτικών όσο και ποιοτικών χαρακτηριστικών. Προτείνουμε να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία αυτά για να εξετάσουμε την σχέση της μορφής του δημόσιου χώρου της Αθήνας. Δεν προσβλέπουμε στην απόλυτη απλούστευση πολύπλοκων χωρικών σχέσεων, προβλέπουμε όμως την ανάπτυξη ιδιαίτερα χρήσιμων φίλτρων για την καλύτερη κατανόηση του δημόσιου χώρου και της πολυπλοκότητάς του.




Το βασικό δομικό στοιχείο του χώρου στην οικολογία τοπίου είναι το τεμάχιο (patch), μια ομοιογενής περιοχή που χαρακτηρίζεται κυρίως από το σχήμα της, από το μέγεθός της, και από το περιεχόμενό της (αριθμός διαφορετικών έμβιων ειδών, πληθυσμός κάθε είδους κλπ). Το τεμάχιο νοείται σαν δυναμικό στοιχείο, που αλλάζει με τον χρόνο.

Τα χωρικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του κάθε τεμαχίου επηρεάζουν με συγκεκριμένο τρόπο τις ζωντανές δυναμικές λειτουργίες που περιέχει. Ένα μεγαλύτερο τεμάχιο περιέχει μεγαλύτερο αριθμό ειδών από ένα μικρότερο στην ίδια περιοχή, τόσο λόγω της έκτασής του όσο και της μεγαλύτερης διαμέτρου του, που επιτρέπει μεγαλύτερη διαφοροποίηση προς το εσωτερικό του. Για παράδειγμα ένα αλσύλλιο δεν προσφέρει αρκετή απόσταση από ανθρώπινη δραστηριότητα για να αναπτυχθούν μέσα του είδη που δεν επιθυμούν αλληλεπίδραση με τον άνθρωπο, ενώ ένα δάσος την προσφέρει, άρα τα είδη αυτά θα είναι παρόντα στο δάσος και απόντα από το αλσύλλιο. Αντίθετα, μια ομάδα μικρών τεμαχίων ενθαρρύνουν την ανάπτυξη των ειδών που ευδοκιμούν στα όρια αντί για το εσωτερικό.

Πέρα από τα χαρακτηριστικά του κάθε τεμαχίου ξεχωριστά, σημασία έχει και η χωρική σχέση των τεμαχίων μεταξύ τους και με μεγαλύτερους οικοτόπους. Για παράδειγμα, ξεχωριστά τεμάχια που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους λειτουργούν σαν μια ομάδα που ανταλλάσσει είδη, ενέργεια, αλλά και ασθένειες και διαταραχές.

Σε αστικό επίπεδο ως τεμάχιο μπορεί να νοηθεί ένα οικοδομικό τετράγωνο, ή μια πλατεία, ή μια σχετικά αμιγής περιοχή με παρόμοια βασικά χαρακτηριστικά (χρήσεις γης, πληθυσμιακή σύνθεση, οικονομική δραστηριότητα κλπ). Από αυτή την άποψη μπορούμε να συγκρίνουμε οικοδομικά τετράγωνα (ή γειτονιές, ή περιοχές) ανάλογα με το μέγεθός τους (Κυψέλη έναντι Ψυχικού), το σχήμα τους (Κυψέλη έναντι Βαρκελώνης), γειτονιές (ή τετράγωνα, ή περιοχές) ανάλογα με την πληθυσμιακή τους σύνθεση, τις χρήσεις και τις μίξεις τους, και περιοχές (ή κλπ) της πόλης ανάλογα με την σχέση τους με την πόλη συνολικά και με άλλες περιοχές.






Βασικό χαρακτηριστικό των τεμαχίων, και συστατική στοιχείο του χώρου, είναι οι παρυφές και τα όρια. Ως παρυφή νοείται η έκταση κοντά στο όριο ενός τεμαχίου, η οποία επηρεάζεται από τον έξω κόσμο και άρα έχει διαφορετικό χαρακτήρα από το υπόλοιπο τεμάχιο. Ως όριο νοείται η γραμμή που ορίζεται από το απόλυτο όριο του τεμαχίου, και συνήθως από τα όρια των γειτονικών του τεμαχίων.

Η δομή, το σχήμα της παρυφής αποτελεί βασικό ποιοτικό της χαρακτηριστικό. Μια πολύπλοκη, «καμπυλόμορφη» παρυφή προσφέρει περισσότερο χώρο, και περισσότερες ποιότητες χώρου, και άρα παρουσιάζει μεγαλύτερη βιοποικιλότητα από μια απλή ή «απότομη» παρυφή. Αντιστοίχως για το όριο, η απλή η «ευθεία» μορφή ορίου διευκολύνει την κίνηση κατά μήκος του ορίου, ενώ η πολύπλοκη, «καμπυλόγραμμη» μορφή διευκολύνει την εγκάρσια κίνηση. Το σχήμα της παρυφής και του ορίου επηρεάζει και τη συνολική σύσταση του τεμαχίου με τον εξής τρόπο: ένα κανονικό σχήμα επιτρέπει τη δημιουργία αναλογικά μεγαλύτερης «εσωτερικής» ζώνης, που με την σειρά της περιέχει τον πραγματικό, αμιγή χαρακτήρα του συγκεκριμένου τεμαχίου, ενώ ένα ακανόνιστο σχήμα ενθαρρύνει τα είδη και τις διαδικασίες των ενδιάμεσων ζωνών. Για παράδειγμα ένα άλσος δεδομένης επιφάνειας έχει περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσει είδη που δεν επιθυμούν αλληλεπίδραση με τον άνθρωπο αν έχει απλά όρια και επαρκή εσωτερική περιοχή, ενώ αν τα όρια είναι ακανόνιστα και πλησιάζουν τον πυρήνα του τότε η παρενόχληση από την ανθρώπινη δραστηριότητα δεν θα επιτρέψει την ευδοκίμηση των ειδών αυτών. Αντιθέτως, το ακανόνιστο όριο προκαλεί μεγαλύτερη αλληλεπίδραση με τα γειτονικά τεμάχια από το κανονικό.

Στην πόλη ως παρυφή μπορεί να νοηθεί η αυλή ή το μπαλκόνι σε επίπεδο κτιρίου, το πεζοδρόμιο σε επίπεδο οικοδομικού τετραγώνου, ή τα εξωτερικά τετράγωνα μιας γειτονιάς, ενώ ως όριο συνήθως λειτουργεί ο δρόμος των αυτοκινήτων. Έτσι, για παράδειγμα, ένα Wurnerf αποτελεί πολύπλοκη παρυφή όπου ο χώρος των πεζών επεκτείνεται βαθιά μέσα στον δρόμο, ενώ το κλασικό στενό αθηναϊκό πεζοδρόμιο αποτελεί απότομη (και ρηχή) παρυφή. Παρομοίως, ένας ημη-πεζοδρομημένος δρόμος όπως η Διονυσίου Αρεοπαγίτου στο ύψος της Αμαλίας αποτελεί για την κλίμακα του πεζού μαλακό όριο, ενώ για την ίδια κλίμακα η Κηφισίας αποτελεί πολύ σκληρό όριο.


Λωρίδες που συνδέουν τεμάχια μεταξύ τους, είναι διαφορετικού χαρακτήρα από τα εκατέρωθεν τεμάχια, και επιτρέπουν κατά μήκος τους την κίνηση ειδών, ενέργειας και υλικών ονομάζονται διάδρομοι. Τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός διαδρόμου καθορίζουν πόση και ποια κίνηση επιτρέπει. Βασικά χαρακτηριστικά αποτελούν το πλάτος, και η συνδεσιμότητα, ή η έλλειψη εμποδίων. Για παράδειγμα ένας διάδρομος πλάτους 0.50μ είναι υπερ-αρκετός για μυρμήγκια, αλλά δεν είναι επαρκής για ελάφια, ενώ διακοπές μήκους 2μ στον διάδρομο τον καθιστά άχρηστο για μυρμήγκια αλλά όχι για ελάφια. Ακόμα και ξεχωριστά τμήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως διάδρομος, για τα είδη που μπορούν να τα δρασκελίσουν. Τα τμήματα αυτά αποτελούν «stepping stones». Τα ρέματα και οι ποταμοί σε κλίμακα τοπίου αποτελούν διαδρόμους, όπου όμως η σχέση ρέματος και παραρεμάτιας ζώνης είναι σχέση συνεχούς αλληλεπίδρασης και αλληλοδιαμόρφωσης.

Σε επίπεδο πόλης ένα στενό πεζοδρόμιο, όπως και ένα πεζοδρόμιο με εμπόδια αποτελούν ανεπαρκή διάδρομο (ή και στην περίπτωση του κλασικού αθηναϊκού στενού πεζοδρομίου με τα εμπόδια, μη-διάδρομο), ενώ φαρδύ πεζοδρόμιο όπως αυτά της Αχαρνών ή της Πανεπιστημίου αποτελούν επαρκείς διαδρόμους για τους πεζούς. Βάση προτάσεων του ΟΡΣΑ, ένα σύστημα μικρότερων χώρων πρασίνου θα μπορούσαν να αποτελέσουν stepping stones μεταξύ Άλσους Συγγρού και Λυκαβηττού.

Το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν ένα τοπίο χαρακτηρίζονται ως μωσαϊκό. Το μωσαϊκό εμπεριέχει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των συνθετικών του στοιχείων, αλλά σε ψηλότερο επίπεδο οργάνωσης διαθέτει και τα ίδια του χαρακτηριστικά. Βασικό του χαρακτηριστικού είναι η μορφή του ως δίκτυο. Από αυτή την άποψη μπορεί να έχει ψηλή ή χαμηλή συνδεσιμότητα, ανάλογα με τον βαθμό σύνδεσης των στοιχείων του, και το δίκτυό του να έχει μορφή πρωταρχικά γραμμική (μοναδικές συνδέσεις μεταξύ των στοιχείων) ή κυκλώματος (πολλαπλές συνδέσεις μεταξύ των στοιχείων). Ο βαθμός και το είδος της συνδεσιμότητας αποκτά εξαιρετική σημασία σε σχέση με την Θεωρία της Πολυπλοκότητας και των Αναφαινόμενων (emergent) Συστημάτων, όπου ο βαθμός διασύνδεσης ενός συστήματος μπορεί να κρίνει αν αυτό θα είναι στατικό, δυναμικό ή χαοτικό.

Βασικά επίσης χαρακτηριστικά του μωσαϊκού είναι η κατάτμησή του (τόσο σε πραγματικό βαθμό όσο και σε επίπεδο αντιληπτικό), και η διάταξή του (pattern). Για παράδειγμα, ένα μωσαϊκό με μεγάλων διαστάσεων κάναβο επιτρέπει την δημιουργία μεγαλύτερων αμιγών οικοτόπων, ενώ ο μικρών διαστάσεων κάναβος ενθαρρύνει μεγαλύτερη διάδραση μεταξύ των οικοτόπων.

Σε κλίμακα πόλης, παράδειγμα γραμμικού συστήματος με υψηλή συνδεσιμότητα είναι η Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων, ενώ παράδειγμα συστήματος με υψηλό βαθμό συνδέσεων σε κύκλωμα είναι το πεζοδρομημένο κέντρο της Λάρισας. Παράδειγμα μεγάλων διαστάσεων κανάβου είναι το Ψυχικό, ενώ μικρών διαστάσεων κανάβου το Παγκράτι. Παράδειγμα μωσαϊκού με μικρό βαθμό κατάτμησης σε κλίμακα πεζών είναι του Ψυρρή, ενώ παράδειγμα μωσαϊκού με μεγάλο βαθμό κατάτμησης σε κλίμακα πεζών είναι η Κυψέλη.











http://en.wikipedia.org/wiki/Complexity

http://en.wikipedia.org/wiki/Landscape_ecology

http://en.wikipedia.org/wiki/Chaos_theory

http://en.wikipedia.org/wiki/Pattern_language

http://en.wikipedia.org/wiki/Space_syntax

Forman, R.T.T. and M. Godron. 1986. Landscape Ecology. John Wiley and Sons, Inc., New York, NY, USA.
Forman, R.T.T. 1995. Land Mosaics: The Ecology of Landscapes and Regions. Cambridge University Press, Cambridge, UK.
MacArthur, Robert H. and Wilson, Edward O. The Theory of Island Biogeography Princeton University Press. 2001
Naveh, Z. and A. Lieberman. 1984. Landscape ecology: theory and application. Springer-Verlag, New York, NY, USA.
Sanderson, J. and L. D. Harris (eds.). 2000. Landscape Ecology: A Top-Down Approach. Lewis Publishers, Boca Raton, Florida, USA.
Troll, C. 1939. Luftbildplan und ökologische Bodenforschung (Aerial photography and ecological studies of the earth). Zeitschrift der Gesellschaft für Erdkunde, Berlin: 241-298.
Turner, M.G. 1989. Landscape ecology: the effect of pattern on process. Annual Review of Ecology and Systematics 20:171-197.
Turner, M.G. and R. H. Gardner (eds.). 1991. Quantitative Methods in Landscape Ecology. Springer-Verlag, New York, NY, USA.
Turner, M.G., R. H. Gardner and R. V. O'Neill, R.V. 2001. Landscape Ecology in Theory and Practice. Springer-Verlag, New York, NY, USA.

6 comments:

Daphne said...

Maybe you are already familiar with this very important paper: Krause, C. L. 2001. Our visual landscape – Managing the landscape under special consideration of visual aspects. Landscape and Urban Planning, 54, pp. 239-254, Elsevier. (available free of charge on http://www.sciencedirect.com)
I found it rather enlightening when i had to propose guidelines for the proper planning and siting of wind farms in the Greek landscape - with special regard to visual amenity.

Anonymous said...

To "oikotopos" den tairiazei mono se fysika systhmata, sosta?

Anonymous said...

Ox, tora syneidhtopoihsa pos de diabazo to post ton rematon alla ths asfaltou. Shocking..

Anonymous said...

ti einai shocking?

doxiadis+ said...

Άσπα
Σωστά. Ελπίζουμε το κείμενο και τα νέα σχεδιαγράμματα να ξεκαθαρίζουν λίγο το τοπίο.

doxiadis+ said...

Daphne,
Thank you for your suggestion. We are not strictly focusing on the visual aspects of urban space, but recognize that they influence the way the space is used. Space syntax methodology tries to deal with that, but we will have to integrate it into the landscape-ecological based methodology we are developing. For example: if something is perceived as a hard edge, it will function as an edge.